- μυριοχρεωμένος
- μυριοχρεωμένος και μυριουχρεωμένος και μυριοχριωμένος και μυριοχρωμένος, -η, -ον (Μ)αυτός που έχει υπέρογκα χρέη, καταχρεωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)-* + χρεωμένος (< χρεώνω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.